- σουμερικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στους Σουμέριους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουμερικός — και σουμεριακός, ή, ό, Ν [Σουμερία / Σουμέριοι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σουμερίους ή στη Σουμερία («Σουμερικός Κατάλογος τών Βασιλέων») 2. το θηλ. ως ουσ. η Σουμερική και Σουμεριακή η αρχαιότερη γραπτή γλώσσα, με γεωγραφική… … Dictionary of Greek
σουμεριακός — ή, ό, Ν βλ. σουμερικός … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
χαμιτο-σημιτικές γλώσσες — Η γλωσσική αυτή οικογένεια περιλαμβάνει 4 γλωσσικές ομάδες: τη σημιτική, την αιγυπτιακή, τη λιβυκο βερβερική και την κουχιτική. Από τις ομάδες αυτές οι 3 τελευταίες δηλώνονται συνήθως με την κοινή ονομασία χαμιτικές γλώσσες. Αν και, αντίθετα από… … Dictionary of Greek